- προσιόντας
- πρόσειμι 1sumpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσίοντας — πρό σέω pres part act masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TINNITUS auris — inter omina trina, ut Ausonius in Gripho habet, Veteribus sic proprie appellata. Quam vis enim pro quolibet auspicio augurioque vox ominis non raro sumpta reperiatur: ut in illo Tibulli, l. 1. El. 3. v. 17. Aves dant omina dira. Peculiari tamen… … Hofmann J. Lexicon universale
νεοσσιά — και νοσσιά, η (ΑΜ νεοσσιά και νοσσιά, Α αττ. τ. νεοττιά και ιων. τ. ν[ε]οσσιή, Μ και νοσσία) [νεοσσός] 1. φωλιά πουλιών με νεογέννητα 2. (κατ επέκτ.) το νεογνό τών πουλιών, ο νεοσσός αρχ. 1. (γενικά) φωλιά ζώων 2. (περιλπτ.) οικογένεια νεοσσών… … Dictionary of Greek
προδιερευνητής — ὁ, ΝΜΑ [προδιερευνῶ] στον πληθ. οι προδιερευνητές και οἱ προδιερευνηταί έφιπποι ανιχνευτές, ισχυρά τμήματα ιππικού τών Βυζαντινών, τα οποία πορεύονταν μπροστά από το κύριο σώμα τής εκστρατείας για να εξερευνήσουν το έδαφος και να ανιχνεύσουν τις… … Dictionary of Greek
προσήλυτος — η, ο / προσήλυτος, ον, ΝΜΑ το αρσ. ως ουσ. ο προσήλυτος αυτός που έχει αλλάξει θρήσκευμα, που έχει προσχωρήσει σε άλλη θρησκεία («οἱ ἐπιδημοῡντες Ῥωμαῑοι, Ἰουδαῑοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ) νεοελλ. ειρων. αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, πολιτικά… … Dictionary of Greek
πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι … Dictionary of Greek